Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

Καταχραστές ψυχής

Κριτική θεάτρου στη παράσταση του έργου «Τζον Γαβριήλ Μπόργκμαν» του Ερρίκου Ίψεν σε σκην. Γιώργου Μιχαλακόπουλου στο θέατρο «Άλμα»


Είναι πολύ ευχάριστο και ανακουφιστικό το συναίσθημα που δημιουργείται όταν μία θεατρική παράσταση μπορεί να κρατήσει επί δύο ώρες τον θεατή της σε εγρήγορση αν και αυτή καταπιάνεται με ένα θεατρικό κείμενο, δύσκολο στη κατανόηση του, κωδικοποιημένο και που καταθέτει σημαντικούς προβληματισμούς πάνω σε θεμελιώδη ερωτήματα της ανθρώπινης φύσης. Το θέατρο του Ίψεν ανήκει στο θεατρικό ρεύμα του νατουραλισμού που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ου αι. στο ευρωπαϊκό θέατρο. Ο σπουδαίος νορβηγός θεατρικός συγγραφέας Ερρίκος Ίψεν, έγραψε αστικά δράματα, μικρές τραγωδίες δηλαδή που αναπτύσσονται στα δωμάτια της αστικής τάξης, εκφράζοντας τις προβληματικές που εμφανίζονται στην ανθρώπινη ψυχολογία πάνω στο γύρισμα του αιώνα της εκβιομηχάνισης, της εξέλιξη των επιστημών και των μεγάλων κοινωνικών αλλαγών. Ο Ίψεν είναι μάστορας της σκιαγράφησης της ψυχολογίας των ηρώων του, παραδίδοντάς μας έργα που η εξέλιξη της πλοκής τους και η εναλλαγές της δράσης οφείλονται στις μεταπτώσεις της δαιδαλώδους ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Το έργο «Τζον Γαβριήλ Μπόργκαν» γράφτηκε το 1986 και είναι το προτελευταίο του μεγάλου δραματουργού. Ο Ίψεν ήταν περίπου 60 χρόνων. Πρόκειται λοιπόν για ένα έργο της ωριμότητας του. Ο κεντρικός ομώνυμος ήρωας, γιος μεταλλουργού από μικρός διείδε την εξέλιξη που προμηνύονταν στη μεταλλουργεία για τη δημιουργία δημόσιων έργων. Έγινε ένας αξιοσέβαστος Διευθυντής Τράπεζας, με μοναδικό σκοπό να χρηματοδοτήσει τα λαμπρά του σχέδια. Ο πολιτικά ισχυρός φίλος του, δικηγόρος Χίνκελ, τον είχε βοηθήσει σημαντικά και γνώριζε τι βαθύτερη επιθυμία του Μπόργκμαν. Το αντάλλαγμα που του ζήτησε ήταν να υπαναχωρήσει από τον έρωτά του με την Έλλα Ρεντχαϊμ, με την οποία ήταν αυτός ερωτευμένος. Όπως και έγινε με τον Μπόργκμαν να θυσιάζει τον έρωτα της ζωής του, επικεντρώνοντας στον στόχο του και να παντρεύεται την δίδυμη αδερφή της, Γκούνχιλντ, με την οποία αποκτούν ένα γιο τον Έρχαρτ. Ταυτόχρονα βρήκε την ευκαιρία να καταχραστεί τα λεφτά της τράπεζας, χρησιμοποιώντας τις καταθέσεις όλων, εκτός της πρώην αγαπημένης του Έλλα, για να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του. Όταν αυτό θα πετύχαινε θα επέστρεφε τα χρήματα σε όλους. Όμως η Έλλα δεν δέχεται τον Χίνκελ για σύντροφό της και ο δεύτερος πιστεύοντας ότι πλανήθηκε, πηγαίνει και καταδίδει στις αρχές τον Μπόργκμαν. Αυτός καταδικάζεται και εκτίει ποινή φυλάκισης οκτώ χρόνων. Όταν αποφυλακίζεται τα έχει χάσει όλα. Την τιμή του, την περιουσία του, ακόμη και τον γιο που απέκτησε με την Γκούνχιλντ, τον ανέθρεψε μέχρι την ενηλικίωσή του η Έλλα. Για άλλα οκτώ χρόνια, μένει στο ίδιο σπίτι με τη γυναίκα του, που και αυτό τους το έχει παραχωρήσει η Έλλα. Η Γκούνχιλντ δεν θέλει καν να ανταλλάξει μια κουβέντα μαζί του, επειδή τον θεωρεί την αιτία της ταπείνωσης, της ντροπής και φτώχιας της. Έτσι αυτός μένει στον πάνω όροφο του σπιτιού και αυτή από κάτω, να ακούει για όλα αυτά χρόνια καθημερινά το βασανιστικό του περπάτημα. Ένα περπάτημα που ποτέ δεν καταλήγει στη σκάλα που ενώνει τα δύο δωμάτια.
Το έργο ξεκινά από αυτό το σημείο και στην εξέλιξή του πληροφορούμαστε όλα τα γεγονότα του παρελθόντος. Ο δραματικός χρόνος του έργου είναι μόλις μια μέρα και μέσα σε αυτή θα ξετυλιχτούν οι πιο τραγικές καταστάσεις και θα λυθούν όλες οι παρεξηγήσεις. Τώρα λοιπόν ο Μπόργκμαν, βρίσκεται σε μια άλλη φυλακή, δικής του επιλογής, με μόνη του παρέα τον Φόλνταλ, τον παλιό του λογιστή, έναν ηλικιωμένο που νομίζει ότι είναι μεγάλος ποιητής. Η σχέση τους είναι σχέση αφεντικού–υπηρέτη, μία κατάσταση που εξυπηρετεί και τους δύο αφού λειτουργεί ως αντίδοτο στη μοναξιά. Ο Μπόργκμαν, πιστός στο όραμά του, πιστεύει πως ακόμη και τώρα θα έρθουν και θα τους δώσουν πίσω τα αξιώματά του.
Η δραματική ανατροπή έρχεται με την επανεμφάνιση της Έλλα. Ανακοινώνει στην αδερφή της ότι πάσχει από μία ανίατη ασθένεια και θέλει τον Έρχαρτ πίσω για να της σταθεί στους λίγους μήνες ζωής που της έχουν απομείνει. Η ψυχή της Γκούνχιλντ είναι άδεια και ψυχρή. Αρνείται λέγοντας ότι ο γιος της έχει την αποστολή να ξεπλύνει το ντροπιασμένο όνομα του πατέρα του. Η Έλλα καταφεύγει στον Μπόργκμαν. Έχουν 16 χρόνια να ιδωθούν. Εκεί αυτός θα της αποκαλύψει τον λόγο που την παράτησε και αυτή θα του ζητήσει να της δώσει τον γιο που της στέρησε. Του λέει επίσης ότι μόλις πεθάνει ο Έρχαρτ θα κληρονομήσει τη περιουσία της αρκεί να δεχτεί ο Μπόργκμαν ο γιος του να συνεχίσει το όνομα της, δηλαδή των Ρεντχαϊμ. Η Γκούνχιλντ που κρυφάκουγε εισβάλλει στη σκηνή και αρνείται κατηγορηματικά. Τότε εμφανίζεται ο Έρχαρτ και η στάση που θα πάρει θα οδηγήσει στο τραγικό τέλος του έργου. Ο Έρχαρτ είναι ένας νέος που έχει όλη τη ζωή μπροστά του αλλά καταπιέζεται από τρεις ηλικιωμένους. Για αυτό και θα αποδράσει από ένα σπίτι που μυρίζει κλεισούρα και μιζέρια. Η Έλλα θέλει να της σταθεί στην αρρώστια της, η Γκούνχιλντ να εκπληρώσει την αποστολή που έχει στο μυαλό της και ο Μπόργκμαν του ζητά να ξεκινήσουν μαζί να δουλέψουν το σχέδιο του. Αυτός αρνείται και τους τρεις και τους ανακοινώνει ότι θα φύγει στην Ευρώπη μαζί με την κυρία Φάννυ Βίλτον, μια ζωντοχήρα με την οποία είναι ερωτευμένος αλλά και την μικρή κόρη του γέρο λογιστή Φόλνταλ.
Έτσι, οι τρεις ήρωες του έργου, «ένας νεκροζώντανος και δύο σκιές», όπως του αποκαλεί οι συγγραφέας μένουν μόνοι σε ένα άδειο σπίτι, με τους νέους να έχουν αποδράσει για να ζήσουν μια ζωή χαράς και ελευθερίας. Ο Μπόρκμαν σε μια ύστατη στιγμή πάθους για ζωή, βγαίνει από το σπίτι που ήταν κλεισμένος επί οκτώ χρόνια, στο χειμερινό και χιονισμένο τοπίο της φύσης. Εκεί το τέλος του είναι άδικο και απρόσμενο αφού υφίσταται καρδιακή προσβολή και ξεψυχά. Πάνω από το πτώμα του, οι δύο γυναίκες της ζωής τους, ακόμη πιο έρημες, δεν τους μένει παρά να συμφιλιωθούν, τώρα που έχασαν τα πάντα.
Η παράσταση που έστησε ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος επικεντρώθηκε στην σωστή εκγύμναση της υποκριτικής σχέσης των τριών βασικών δραματικών προσώπων του έργου. Η πολυσύνθετη, από πλευράς ψυχογραφίας των χαρακτήρων του έργου, παρουσίαση των υπόγειων σχέσεων εξάρτησης, των γνωστών ιψενικών τριγώνων, έτυχε μερικής σκηνοθετικής μέριμνας. Δόθηκε δηλαδή περισσότερο προσοχή και αναλυτική προσπάθεια στο κάθε δραματικό πρόσωπο ξεχωριστά, δημιουργώντας στεγανά στη σύνδεση των ρόλων και την αλληλεπίδρασή τους. Έτσι, η Κατερίνα Μαραγκού ως Έλλα κατάφερε τόσο σε λεκτικό επίπεδο (ο λόγος της ήταν ήρεμος, συντετριμμένος, αλλά και σταθερός, διεκδικητικός) όσο και κινησιολογικά (συχνά το κεφάλι έγερνε μπροστά, το σώμα λύγιζε, στο πρόσωπο της ζωγραφίζονταν η απογοήτευση) να δημιουργήσει μία γυναίκα προδομένη που πλέον έχει φτάσει στο τέλος της ζωής. Στον αντίποδα η Νόνη Ιωαννίδου υιοθέτησε μια υποκριτική που παρέπεμπε περισσότερο σε ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας. Ο λόγος της πομπώδης και η ένταση της φωνής ένα τόνο πιο υψηλός από τους υπόλοιπους. Η κίνησή της ήταν νευρική, αλλά παρέμενε συνεχώς ευθυτενής. Το πρόσωπό της απόλυτα ψυχρό, αποτύπωνε τη κατάσταση της ψυχής της. Ο ρόλος του Τζων Γαβριήλ Μπόργκμαν είναι απόλυτα συμβατός με την περσόνα του Γιώργου Μιχαλακόπουλου. Ο ιδεαλιστής τραπεζίτης, που τυφλωμένος από το όραμά του, τολμά να αστειεύεται με το δράμα του και παρόλες τις κακουχίες του να συνεχίζει να ελπίζει στο ανέφικτο και το παράλογο, βρήκε την κατάλληλη εκπροσώπησή του στη πολυδιάστατη σκηνική παρουσία του ηθοποιού. Ξέρει από παύσεις και σιωπές, γνωρίζει να στρέφει το βλέμμα του στο κενό και να τοποθετεί το σώμα του έτσι ώστε να φαίνεται φορτωμένο από τα βάσανα της ζωής του.
Στον ρόλο του Έρχαρτ ο νέος Φοίβος Ριμένας αφενός κατάφερε να πείσει για την ανάγκη του να βιώσει την χαρά των νιάτων του αλλά μάλλον χρειάζεται να απελευθερωθεί σκηνικά ώστε να δείξει ότι μπορεί και να καταφέρει να ξεφύγει από την επιρροή των γονιών του. Αντίθετα η Μαρία Καβουκίδη κέρδισε την εντύπωση της femme fatal, μιας γυναίκας σίγουρης για τις επιλογές της και την γοητεία της. Λίγο πιο τολμηρή πρέπει να γίνει στο σύντομο ρόλο της η Σταυρούλα Μάκρα ως Φρίντα Φόλνταλ. Τέλος, απολαυστικός ήταν ο τύπος που δόμησε ο Γιώργος Μοσχίδης ως ο λαϊκός γερο λογιστής Βίλελμ Φόλνταλ, που φαντασιώνεται τον μεγάλο ποιητή. Συνέθεσε μία ολοκληρωμένη προσωπικότητα επί σκηνής, αποδεικνύοντας την τεράστια σκηνική του εμπειρία και την άνεσή του στο να κλιμακώνει το κωμικό μέρος του ρόλου σε τραγικό.
Το σκηνικό που έστησε ο Απόστολος Βέττας, με τα τεράστια παράθυρα να αποκαλύπτουν το χειμωνιάτικο τοπίο σε συνδυασμό με τα λιγοστά σκηνικά αντικείμενα και οι γυμνές, ψυχρές και μουντές επιφάνειες που έντυσε το πατρικό σπίτι των ηρώων, λειτούργησαν συμβολικά και μετάφρασαν σωστά τη ψυχρότητα και την κενότητα των ψυχών των ηρώων.
Η παράσταση «Τζον Γαβριήλ Μπόργκμαν» ήταν μία κλασική προσέγγιση ενός από τα σημαντικότερα κείμενα της παγκόσμιας δραματουργίας, αποδεικνύοντας ότι κάποιοι ασχολούνται ακόμη με το ποιοτικό ρεπερτόριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: