Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Δείπνο κωμωδίας

Κριτική θεάτρου στη παράσταση «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» του Άκη Δήμου
σε σκην. Σταμάτη Φασουλή στο Θέατρο Δημήτρης Χορν

Η ανάπτυξη του νεοελληνικού θεατρικού έργου αποτελεί τη συχνότερο θέμα συζήτησης στον θεατρικό χώρο. Η σχέση με την παράδοση, η σύνδεση με τις προηγούμενες γενιές συγγραφέων, η κατηγοριοποίηση τους σε ύφη, είδη και θεματικές, η διαχρονικότητά τους, η φρεσκάδα των πρωτοεμφανιζόμενων και η δυστοκία των ήδη καταξιωμένων, οι νέες μορφές συγγραφής αλλά και προώθησή τους στο εξωτερικό είναι λίγα από τα ζητήματα που φαίνεται να απασχολούν τη ελληνική θεατρική σκέψη. Βέβαια, όλοι αυτοί οι προβληματισμοί φέρονται ως προϊόντα εσωτερικής κατανάλωσης, με το ευρύ κοινό να αγνοεί το ίδιο το νεοελληνικό κείμενο, πόσο μάλλον τις προβληματικές του.
Ο Άκης Δήμου με το θεατρικό του έργο «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης» επιχειρεί να φέρει το νεοελληνικό έργο λίγο πιο κοντά στο κοινό. Να επικοινωνήσει με μια ευρύτερη ομάδα θεατών που επιδιώκει παραστάσεις που προκαλούν ευθυμία και εύπεπτα μηνύματα. Προσπαθεί να εξομαλύνει τη σχέση των θεατρικών συγγραφέων που γράφουν έργα βαριά, πεσιμιστικά, άλλοτε δυσνόητα, απευθυνόμενα σε ένα πιο εξειδικευμένο κοινό και του απλού θεατή που θέλει να δει καλό θέατρο και να ψυχαγωγηθεί, χωρίς όμως να βαρυγκωμήσει και να δυσθυμήσει. Η κωμωδία που συνέθεσε έχει άρωμα από καλογραμμένο τηλεοπτικό σήριαλ, γειτνιάζει με τις κωμωδίες ατάκας γνωστών συγγραφικών δίδυμων που έκαναν καριέρα στη τηλεόραση και μετέφεραν την τηλεοπτική γραφή τους στο θέατρο, αλλά υπερέχει στην ποιότητα γραφής και στην εμβάθυνση των χαρακτήρων του. Η σύνθετη πλοκή του, με τις συνεχείς ανατροπές στη δράση του, μας οδηγεί σε κωμωδία καταστάσεων. Τα σατιρικά στοιχεία για το σύγχρονο τρόπο ζωής, επικεντρωμένα στη κριτική του νεοπλουτισμού και της αλλοτρίωσης των ανθρώπινων σχέσεων, ξεκαθαρίζει ότι πρόκειται για στοχευόμενη γραφή, που αποσκοπεί στη κοινωνική κριτική. Από την άλλη, ο γρήγορος ρυθμός δράσης, οι έξυπνοι διάλογοι, η ευφυής πλοκή και οι πνευματώδεις ατάκες με τα υπόγεια μηνύματα απογειώνουν το ενδιαφέρον και κρατούν σε εγρήγορση.
Ως σημείο αναφοράς της προσωπικής γραφής του Δήμου είναι η σύμπλευση του πραγματικού και ρεαλιστικού με το φανταστικό στα όρια του υπερρεαλιστικού. Στο έργο «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης», πρωταγωνίστρια είναι η Ιοκάστη Παπαδάμου, που οργανώνει ένα γκουρμέ δείπνο με τη βοήθεια της κόρης της Κάτια, μια φιλόδοξη σεφ, επ’ αφορμή της επιστροφής του γιου της, Στέφανου, από το εξωτερικό, που σπούδασε μουσική. Στο δείπνο είναι καλεσμένος και ο Κοσμάς, ο φίλος της Κάτιας, αλλά και οικονομικός διευθυντής οικογενειακής επιχείρησης. Πρόκειται για ένα εργοστάσιο που παράγει t-shirt, που τελευταία δεν πάει καλά. Ο Κοσμάς, που ανέλαβε τη διαχείριση όταν ο άντρας της Ιοκάστης σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, σκοπεύει να μεταφέρει την επιχείρηση στη Βουλγαρία, όπου τα φτηνά εργατικά χέρια θα ισοσκελίσουν την ζημιά. Οι καλεσμένοι όμως θα αυξηθούν όταν εμφανίζεται ξαφνικά στο σπίτι της Ιοκάστης και της ζητά δουλειά, ο Γιούρι, ένας Εσθονός μετανάστης που αλλάζει το ένα πόστο μετά το άλλο, γεγονός που τον καθιστά άνθρωπο της πιάτσας και γνώστη «πρόσωπων και πραγμάτων». Πέρα όμως από τον Γιούρι, την εμφάνισή του κάνει και ο νεκρός σύζυγος της Ιοκάστης, που, αρχικά, μόνο αυτή μπορεί να δει ανάμεσα σε όλους. Η παρουσία όλων των προσώπων αυτών οδηγεί σε μια σειρά αποκαλύψεων που εμπλέκει το ένα με το άλλο. Αποκαλύψεις που έχουν σχέση με οικονομικές ατασθαλίες, ερωτικά σκάνδαλα, κρυμμένα μυστικά, απωθημένα, αλλά και με έναν φόνο, για τον οποίο λίγο πολύ όλοι φαίνονται ένοχοι. Μία μανικιουρίστα η Νάντια, πραγματικά πολύτιμη στο χώρο των κοσμικών και νεόπλουτων δολοφονείται.
Στο κέντρο της δράσης και αποδέκτης των συνεπειών των πράξεων των υπόλοιπων ηρώων η Ιοκάστη Παπαδάμου. Η ηρωίδα παρουσιάζεται ως ένα πρόσωπο που κινείται μεταξύ πραγματικότητας και ενός άλλου διαφορετικού κόσμου, του δικού της. Σε αυτόν όλα είναι όμορφα τακτοποιημένα. Είναι ένας κόσμος πλούσιος, απροβλημάτιστος, όπου τα πάντα λύνονται με γνωριμίες και χρήματα. Η δημόσια εικόνα της προέχει, όπως και η γνώση κάθε κοσμικού κουτσομπολιού. Αντίπαλον δέος μόνο η επίσης κοσμική Βιβή Νεραντζάκη. Η Ιοκάστη αιθεροβατεί, αυταπατάται, στρουθοκαμηλίζει, προκαταλαμβάνεται. Δεν αντιδρά στα εξωτερικά ερεθίσματα, αποσυναισθηματοποιείται. Μέχρι που την χτυπούν η μία αποκάλυψη μετά την άλλη. Αλλά και αυτές δεν πρόκειται να της ταράξουν τον νεφελώδη κόσμο της. Απλά η συσσώρευσή τους θα την κουράσει. Αρχικά το φάντασμα του άνδρα της, ένα ξάφνιασμα το οποίο ξεπερνά εύκολα. Επίσης ο γιος της είναι ομοφυλόφιλος και γράφει μουσική για ταινίες πορνό. Η Ιοκάστη διαφεύγει το σοκ σκεφτόμενη τι θα φορέσει στο γάμο του. Η ιδέα ότι η κόρη της θέλει να αποκτήσει ένα μωρό, την αφήνει παντελώς αδιάφορη, σχεδόν κυνική. Ο νεκρός άνδρας της αποκαλύπτεται ότι την κεράτωνε με τη μανικιουρίστα. Απλά αποκαλύπτει ότι έκανε και εκείνη το ίδιο. Ο Κοσμάς καταχράται την επιχείρηση. Το ξεπερνά. Το μόνο που έχει πειραχτεί είναι τα νεύρα της και εκείνο που την έχει εντελώς αποπροσανατολίσει είναι η συνειδητοποίηση ότι δεν ζει μόνη της σε αυτόν τον κόσμο. Μάλιστα ακριβώς αυτή η μεγαλομανία της εκφράζεται μέσα από μία παντελή έλλειψη γεωγραφικού προσανατολισμού. Η Ιοκάστη γίνεται έξαλλη μόνο όταν μαθαίνει ότι νοτίως η Ελλάδα συνορεύει με την Αφρική, ότι η Εσθονία δεν είναι Ρωσία, πως το ΦΥΡΟΜ, λέγεται και Σκόπια και πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας και πως γενικά δεν βρίσκεται μόνη σε αυτόν τον πλανήτη.
Αν τα θέματα μετανάστευσης, της μοιχείας, της ομοφυλοφιλίας, της διαπλοκής, της κατάχρησης, της ανηθικότητας, του εγκλήματος, θίγονται στο έργο του Δήμου, με κωμικό και ανατρεπτικό βέβαια τρόπο, αυτό οφείλεται στο δραματικό πρόσωπο του Γιούρι. Ο Εσθονός από το Ταλίν πολυτεχνίτης, λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος της υπερρεαλιστικής πραγματικότητας της Ιοκάστης με την σκληρή αλήθεια της ζωής των Παπαδάμου. Ο Γιούρι είναι ο αυτόπτης μάρτυρας, που κάνει τις υπόνοιες θέσεις, τις ενδείξεις αποδείξεις, τις υποθέσεις βεβαιότητες. Ήταν παρών σε όλα όσα έγιναν. Η αποκάλυψη των σκανδάλων έγινε σταδιακά γιατί κανείς δεν θα τον πίστευε αν τα αποκάλυπτε από την αρχή μόνος του. Επομένως συγκεντρώνει τα υποψήφια «θύματά» του και τα αφήνει να αυτοπροδοθούν. Απλά αυτός επιβεβαιώνει… Ακόμη και ότι ο σύζυγος της Βιβής Νεραντζάκη είναι, διαπιστωμένα, ομοφυλόφιλος…
Μπορεί οι αποκαλύψεις να φαίνεται ότι επηρεάζουν την Ιοκάστη, έστω και προσωρινά, αφού την προσγειώνουν απότομα στην ωμή πραγματικότητα, αυτό όμως δεν συμβαίνει σε καμιά περίπτωση στα υπόλοιπα πρόσωπα. Γενικότερα, κανείς στο έργο του Δήμου, αν και τα πάντα ανατρέπονται δεν αντιδρά. Δεν αισθάνεται ντροπή, μετάνοια, τύψεις, σεβασμό. Ζωντανοί και νεκροί. Αντίθετα μέχρι τελευταία στιγμή προσπαθούν να κουκουλώσουν όσα φανερώθηκαν. Ο διεφθαρμένος κόσμος μιας μπουρζουαζίας, που μιλά μισά ελληνικά και πετά ατάκες δανεισμένες από εκφράσεις της αγγλικής ή γαλλικής γλώσσας, περιφρουρεί την δήθεν αξιοπρέπεια του διυλίζοντας τον κώνωπα.
Το νεόπλουτο σκηνικό της Μαργαρίτας Χατζιωάννου αποτελεί, τεχνηέντως, επιτομή του κιτς και της κακογουστιάς και τα μοδάτα κοστούμια της Ντέννη Βαχλιώτη, ενδεικτικά της ψυχολογίας του κάθε προσώπου αποτελούν καλή αρχή και δίνουν αμέσως το στίγμα της νοοτροπίας της οικογένειας Παπαδάμου. Μέσα σε αυτό το σκηνογραφικό πλαίσιο και βασισμένη σε ένα εξαιρετικά αβανταδόρικο στις κωμικές ατάκες του ρόλο, η Σοφία Φιλιππίδου, μεγαλούργησε ως Ιοκάστη Παπαδάμου. Το φιζίκ και το αξάν της ηθοποιού ήταν το πλέον συμβατό για την υποστήριξη της λεκτικής έκφρασης, όψεως και κινησιολογίας του ρόλου. Η Φιλιππίδου δημιούργησε μια μπουρζουά φιγούρα και ένα σουρρεαλιστικό τύπο γυναίκας που προκαλούσε αβίαστα το γέλιο και την ανατροπή. Η ηθοποιός διαθέτει τη σωστή εσωτερική ρυθμολογία, τη γνώση του πλασαρίσματος της ατάκας, την εκφραστική αρτιότητα και την υποκριτική δεινότητα που απαιτείται ώστε να αποδοθεί περιεκτικά και πλατιά η σχεδόν διαταραγμένη προσωπικότητα της Ιοκάστης. Κατάφερε να ενισχύσει τον ρόλο της με επιπλέον στοιχεία σωματικής έκφρασης και πλήθος παραγλωσσικών σημείων (λαρυγγισμούς, συριγμούς, επιφωνήματα), αξιοποιώντας σε πλείστο βαθμό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Σταμάτη Φασουλή.
Η σκηνοθεσία στην ουσία επικεντρώθηκε γύρω από την Φιλιππίδου αλλά δημιούργησε και τον αντίθετο πόλο της στο πρόσωπο του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη। Ο νεαρός ηθοποιός κατάφερε να υιοθετήσει ένα γλωσσικό κώδικα που παρέπεμπε σε μετανάστη που μιλά με βαριά προσφορά τα ελληνικά, διατηρώντας όμως στοιχεία της εθνικής του γλώσσας। Παράλληλα τόσο η εκφορά του λόγου του όσο και η σωματική του στάση (γυρτό, καμπυλωτό σώμα) και έκφραση προσώπου (ζαρωμένα χαρακτηριστικά), ομολογούσαν τεχνιτή δουλοπρέπεια αλλά και εξαθλίωση αντίστοιχα. Ο Δαδακαρίδης ανταπεξήλθε σωστά στον ρόλο του μετανάστη χωρίς να τον μιμείται, αλλά δομώντας ένα πρωτογενή χαρακτήρα επιτυχώς.
Η παράσταση του Φασουλή αποτελεί μία ανακουφιστική πρόταση ενός καλογραμμένου θεατρικού κειμένου, παρουσιασμένο με όρους εμπορικότητας, αλλά και ενός θεάτρου αξιόλογου, κομψού και ικανού να κερδίσει την εμπιστοσύνη του κοινού για το ελληνικό έργο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: