Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

«Μαθήματα θεάτρου»

Ανάλυση και κριτική παράστασης του έργου «Μαθήματα Βίας- Μόνο την αλήθεια μέρος ΙΙ» σε σκην. Β. Μαυρογεωργίου στο θέατρο του Νέου Κόσμου
Από τον Θανάση Κότση*
Με αλυσιδωτή αντίδραση χωρίς επιβραδυντές φαίνεται να σκάει το Θέατρο του Νέου Κόσμου ως πρωτοποριακή βόμβα στο θεατρικό πυρήνα πλέον της Ελλάδας. Αν η εκλογή του Γιάννη Χουβαρδά στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού θεάτρου οδήγησε σε τέλος εποχής το θέατρο «Αμόρε», μια εποχή πρωτοπορίας και πειραματισμού από τη δεκαετία του ’80 μέχρι και σήμερα, ένας άλλος καλλιτεχνικός διευθυντής, ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος σαν να ανέλαβε την ευθύνη για δημιουργία νέων θεατρικών τάσεων. Το Θέατρο του Νέου Κόσμου έχει μια αδιάλειπτη παρουσία έντεκα χρόνων στην πολιτιστική παραγωγή. Στις τρεις σκηνές του θεάτρου παρουσιάζονται παραστάσεις που εγείρουν συζητήσεις και διαμορφώνουν απόψεις στην ελληνική θεατρική σκέψη, επιτελώντας ρόλο πολυσυλλεκτικότητας, πολυμορφίας και διαλογικότητας.
Το Θέατρο του Νέου Κόσμου εκτός των άλλων δραστηριοποιήσεών του, όπως παραστάσεις μεταναστών και φιλανθρωπικές παραστάσεις σε ιδρύματα και νοσοκομεία, έχει ως κύριο γνώμονα δράσης την προώθηση νέων καλλιτεχνών. Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, η παράσταση, που έκανε πρεμιέρα αρχές Οκτωβρίου, «Μαθήματα Βίας-Μόνο την αλήθεια μέρος ΙΙ», αποτελεί τον συνεκτικό κρίκο προβολής καλλιτεχνών του θεάτρου, που οι ικανότητές τους έχουν διαδοθεί και εκτιμηθεί θετικά από κοινό και κριτική. Προηγούμενες παραγωγές τους όπως «Η Κατσαρίδα» και «Μόνο την αλήθεια μέρος Ι» ανήκουν στον ίδιο αισθητικό τύπο και εκκίνησαν από αυτό το θέατρο. Ο Βασίλης Μαυρογεωργίου και ο Κώστας Γάκης, ένα υποκριτικό δίδυμο με τον πρώτο να γράφει τα έργα (ενίοτε με τη βοήθεια της Μαρίας Φιλίνη), να τα σκηνοθετεί και να παίζει και τον δεύτερο να τα επενδύει με τη μουσική του και να παίζει, έχουν καθιερωθεί σαν το πιο πετυχημένο νέο καλλιτεχνικό δίδυμο των τελευταίων χρόνων.
Δραματουργικά, το θεατρικό έργο προκύπτει τόσο μέσα από την αυτόνομη γραφή όσο και ως αποτέλεσμα προβών. Η δομή της γραφής διαθέτει στοιχεία αφήγησης και πρόζας, ενώ ξεχωρίζει το παραμυθώδες και υπερρεαλιστικό ύφος, κυρίως λόγω του συνδυασμού μοτίβων μαγείας, θρησκείας και ονείρων. Το έργο «Μαθήματα Βίας-Μόνο την αλήθεια μέρος ΙΙ» καταπιάνεται με τη θεματική της βίας. Όπως εξηγούν τα παρεμβαλλόμενα επεισόδια της δράσης του έργου, όπου παρουσιάζεται σε μορφή τηλεοπτικής εκπομπής με τίτλο «Μαθήματα βίας», εκεί δύο παρουσιάστριες εξηγούν στους (τηλε)θεατές, τα είδη βίας: η φυσική προέλευση της, όπως εκδηλώνεται στους ανθρώπους από την βαρύτητα της γης, ως μέρος της φυσικής εξέλιξης, όταν συμβαίνει στο ζωϊκό βασίλειο, η σωματική, μεταξύ άνθρωπου σε άνθρωπο, ή η ιστορικά διαχρονική και ανθρωπολογικά απαραίτητη, από τον άνθρωπο στην ανθρωπότητα. Η βία δηλαδή περιγράφεται ως αναγκαία αλλά όχι ηθικά αποδεκτή. Μάλλον σαν ένα κακό νομοτελειακό. Εντούτοις η βία στο έργο του Β. Μαυρογεωργίου εγγράφεται κυρίως ως κοινωνική και ψυχολογική μέσα από τις καθημερινές ιστορίες απλών ανθρώπων που διαψεύστηκαν τα όνειρά τους και λειτουργεί ως παράγοντας αποπροσανατολισμού από έναν ιδανικό στόχο.
Η ιστορία μιλά για τους απλούς ανθρώπους μιας κωμόπολης και διαρθρώνεται σπονδυλωτά. Πρόκειται για την ιστορία της Άλις, του Βίκτωρα και της Στέλλας. Η Άλις (Κατερίνα Μαυρογεώργη), όνομα που παραπέμπει στο παραμύθι «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», είναι ένα κορίτσι που επιστρέφει στη τοπική κοινωνία που μεγάλωσε, μετά τις σπουδές μουσικής στο εξωτερικό. Στο δρόμο του γυρισμού συνταξιδεύει με έναν παππού (Κώτσας Γάκης) που της πιάνει τη κουβέντα περιμένοντας ο οδηγός να επισκευάσει το λεωφορείο που είναι επιβιβασμένοι. Η νέα κοπέλα που τώρα ξεκινά τη ζωή της και ο ηλικιωμένος έχουν ένα κοινό παρά τα πολλά χρόνια διαφοράς ηλικίας: Ζουν στον δικό τους κόσμο. Ο δεύτερος είναι μια γραφική φιγούρα, θυμοσοφική, ίσως λίγο τρελός, που μιλά ακατάπαυστα, πλέον κοινωνικά ανενεργός, μάλιστα σε λίγο θα μάθουμε ότι απολύθηκε και από τη θέση του βοηθού κηπουρού, που του έδινε κίνητρο για ζωή. Η Άλις, κεντρική ηρωίδα, έχει μπροστά της μια ολόκληρη ζωή. Δεν μαθαίνουμε γιατί επιστρέφει, αλλά την βλέπουμε να κρατά συνεχώς ένα βιβλίο στα χέρια της και να το διαβάζει. Πρόκειται για την ιστορία του μεγαλύτερου μάγου που έζησε ποτέ, τον Ντουβάλ Μπακότ. Η ζωή του λειτουργεί ως φαντασιακή προβολή της ζωής της, που όταν τείνει να υποταχθεί από την μίζερη κοινωνική πραγματικότητα, ξεπηδά από τα φύλλα του βιβλίου και αναλαμβάνει δράση. Αυτή η παράλληλη πραγματικότητα ή καλύτερα η εναλλαγή του χωρόχρονου μεταξύ πραγματικού και φαντασιακού, συνοδεύει τη δραματική εξέλιξη του έργου. Η αλληλεπίδραση δεν γίνεται μόνο σε επίπεδο δραματικού χώρου και χρόνου αλλά και δραματικών προσώπων. Η Άλις γίνεται Ντουβάλ, όποτε η κατάσταση το απαιτεί. Το επεισόδιο με το λεωφορείο δίνει την αφορμή. Η Άλις μεταφέρεται στο 1901, τον αιώνα των επιστημών, όπου ως μάγος Ντουβάλ δουλεύει ως αχθοφόρος σε μια άμαξα και συζητά με τον αμαξά για τις εφευρέσεις που θα αλλάξουν τη ζωή των ανθρώπων, όπως το ραδιόφωνο ή το αυτοκίνητο και θα σημάνει το τέλος του ενδιαφέροντος για τη μαγική τέχνη. Ο Ντουβάλ θα βρει και θα κλέψει ένα χαμένο κιβώτιο που περιέχει ένα περίεργο κουτί, το ραδιόφωνο.
Η δράση μεταφέρεται πάλι στο εδώ και τώρα, για να παρακολουθήσουμε την ιστορία του Βίκτωρα (Κ. Γάκης) και της Στέλλας (Μ. Φιλίνη). Η φωνή ενός παρουσιαστή ραδιοφωνικής εκπομπής που παίρνει συνεντεύξεις από ανθρώπους που «τα κατάφεραν, αλλά επέλεξαν να μείνουν στην μικρή τους κωμόπολη», μας αποκαλύπτει ότι ο μεν Βίκτωρ, έχοντας ως πρότυπο έναν έμπορο της πόλης του, από μικρή κιόλας ηλικία προορίζονταν για αυτή τη δουλειά, τώρα είναι ο ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης αλυσίδας σουπερ μάρκετ στην επαρχία, με μόνη του σκέψη το κέρδος. Η δε Στέλλα στην ιδέα ότι θα αφήσει την ησυχία και τον ήρεμο τρόπο ζωής της επαρχίας για να σπουδάσει γιατρός, επιλέγει την ομορφιά της φύσης και γίνεται η πιο εμπνευσμένη κηπουρός. Τώρα όμως αναγκάζεται να ικανοποιεί τις πιο παράλογες απαιτήσεις των πελατών της για τα χρήματα. Οι πιο πετυχημένοι άνθρωποι της επαρχίας, οικογενειάρχες, είναι και οι πιο δυστυχισμένοι. Η κοινή τους μοίρα ενώνεται σε ένα ξενοδοχείο όπου η πρωτόγονη χαρά του σεξ αρχικά τους γεμίζει ενοχές αλλά τελικά τους απελευθερώνει. Ο Βίκτωρ θα μισήσει τη δουλειά του και η Στέλλα θα την παρατήσει (απολύοντας και τον βοηθό της, το παππού). Οι δυο τους προσπαθούν να εξομολογηθούν τη μυστική τους σχέση στις οικογένειές τους αλλά διστάζουν, ντρέπονται και αμφιβάλουν για αυτό που πάνε να επιχειρήσουν.
Η Άλις γυρίζει στο σπίτι που φοβάται περισσότερο, το πατρικό της. Εκεί ζουν οι γονείς της, άνθρωποι υποταγμένοι και υπνωτισμένοι από την τηλεόραση (στη παράσταση σημαίνονται ως ανθρώπινα σώματα που αντί για κεφάλι έχουν χαρτοσακούλες με τρύπες για χαρακτηριστικά προσώπου) και αναμένουν από αυτή να ενταχθεί στη παραγωγή, βρίσκοντάς της δουλειά ως ταμίας στο σούπερ μάρκετ του Βίκτωρα. Άλλη μια φορά παρεμβάλλεται με αφηγηματική δομή η ιστορία του Ντουβάλ, ως προέκταση της Άλις. Τον βλέπουμε να διασχίζει μια λαϊκή αγορά, αναλογία με το σούπερ μάρκετ, για να βρει το μέρος που θα χρησιμοποιήσει το κλεμμένο ραδιόφωνο. Η Άλις πρώτη μέρα στη δουλειά πείθει τον Βίκτωρα να την αφήνει να διαβάζει το βιβλίο της. Για να το καταφέρει, πλάθει μία ολόκληρη ιστορία υπέρ της χρήσης όπλων για την υπεράσπιση προσωπικών απόψεων, τρομοκρατώντας έτσι την ανυποψίαστη συνάδερφό της Άννα (ψυχολογική βία), και κερδίζει παράταση υποταγής από το αφεντικό της, που παρακολουθούσε τη σκηνή από τη κάμερα ελέγχου. Ίσως νομίζει ότι μπορεί να επέμβει στο σύστημα και να αλλάξει τους ανθρώπους με μόνο της όπλο, τη φαντασία της. Μία φαντασία αχαλίνωτη, που τη μεταφέρει στη συνέχεια της ιστορίας του βιβλίου της. Εκεί ο ήρωάς της, ανοίγει το ραδιόφωνο, τη συσκευή του διαβόλου με τον δεύτερο να του εμφανίζεται κυριολεκτικά μπροστά του ζητώντας του να κάνουν μία συμφωνία. Αν ο Ντουβάλ καταφέρει να εξολοθρεύσει το κακό του κόσμου, που έχει ξεφύγει πια από τη δύναμη του Διαβόλου, τότε θα του επιστρέψει την αγαπημένη του «που είναι πετρωμένη στο δάσος…». Έτσι και γίνεται με αποτέλεσμα ο Ντουβάλ να είναι ο τιμωρός των αμαρτιών των ανθρώπων.
Αν μέχρι τώρα οι παράλληλες ιστορίες της Άλις και του Ντουβάλ συμπλέκονταν μεταξύ τους νοηματικά, με τη δεύτερη να καθορίζει το εννοιολογικό μήνυμα αλλά και να επηρεάζει τα κίνητρα δράσης του δραματικού προσώπου της πρώτης, τώρα και χαρακτήρες της δεύτερης, μετατρέπονται σε δραματικά πρόσωπα της πρώτης βοηθώντας στην εξέλιξη της πλοκής. Για τη δραματουργική σύλληψη η συμπόρευση των δυο μυθοπλασιών είναι αδύνατη και προχωρά στην ενοποίηση τους.
Το δραματικό πρόσωπο του Διαβόλου αυτονομείται και λειτουργεί πλέον σαν ρυθμιστής δραματουργός και σκηνοθέτης δράσεων. Εισβάλλει στην ιστορία της παράνομης ερωτικής σχέσης του Βίκτωρα και της Στέλλας, ελέγχοντάς την και στην ιστορία της Άλις, προσφέροντας της ένα παιχνίδι αποτελούμενο από ένα κουτί και μερικά σχήματα, που η διαφορετικότητα ενός από αυτά, συμβολίζει την διαφορετικότητα της Άλις που δεν ταιριάζει στον κόσμο που ζει.
Το τέλος του έργου έρχεται όταν στις σελίδες του βιβλίου της Άλις, ο Ντουβάλ συναντά τον Διάβολο στην έρημο έχοντας εκπληρώσει τη συμφωνία του. Ο Διάβολος του αποκαλύπτει ότι ο κόσμος που ζει δεν πραγματικός αλλά αντίγραφο του αρμονικού που έπλασε ο Θεός. Οι άνθρωποι που ζουν στον κόσμο αυτό είναι ατελείς και για αυτό κυριαρχεί η βία, ο πόνος και ο θάνατος. Του δίνει λοιπόν τη δυνατότητα να πάει στο παράδεισο, όπου κατοικούν εκεί οι τέλειοι άνθρωποι, χάνοντας όμως την αγαπημένη του και τον έρωτα της. Ο Ντουβάλ αρνείται επιλέγοντας να ζήσει μαζί με τον έρωτά του. Η Άλις θέλει να πάρει τη θέση του αφού τίποτα δεν την κρατά σε αυτή τη ζωή με τον Διάβολο να της το επιτρέπει. Το ραδιόφωνο ανακοινώνει ότι μια νεαρή κοπέλα εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.
Παραστασιολογικά, μια ομάδα τεσσάρων ηθοποιών υποδύονται όλους τους ρόλους. Ο διαδραστικός χαρακτήρας της παράστασης είναι αρκετά έντονος. Οι ηθοποιοί άλλοτε κάθονται ανάμεσα στο κοινό και παίζουν από εκεί τον ρόλο τους (Β.Μαυρογεωργίου ως οδηγός λεωφορείου, παρουσιαστής ραδιοφώνου) ή το εποπτεύουν, ιδίως στην αρχή της παράστασης, δημιουργώντας μικρές ανεξάρτητες σκηνές, εν είδη stand up comedy. Άλλοτε πάλι κάθονται στις πρώτες σειρές (Κ. Γάκης-Μαρία Φιλίνη) και περιμένοντας να υποδυθούν κάποιο από τα δραματικά πρόσωπα του έργου, επιλέγουν το ρόλο του θεατή και αντιδρούν ως τέτοιος (μπορεί και να γελούσαν με κάποια gags που συνέβαιναν επί σκηνής). Οι ηθοποιοί απευθύνονται ξεκάθαρα στο κοινό ρωτώντας και ζητώντας του να παρέμβει με την απάντηση του στη δράση (τι είναι βία; Κατερίνα Μαυρογεώργη ως Λούσυ) είτε το καθοδηγούν (του ζητούν σε απόλυτο σκοτάδι να εισπνεύσει-εκπνεύσει για μερικά δευτερόλεπτα, αναπαριστώντας τη κατάσταση του εμβρύου μέσα στη κοιλιά της γυναίκας, Μαρία Φιλίνη ως Πάτυ).
Οι κωμικοί χαρακτήρες και τα φαρσικά στοιχεία πλοκής λειτουργούν υπονομευτικά ως προς την αντιληπτική διαδικασία πρόσληψης της τραγικότητας των ηρώων που εντούτοις προκύπτει σπερματικά, κυρίως μέσα από την κλιμάκωση της υποκριτικής των ηθοποιών. Η σκηνική εικόνα κυριαρχείται από μια παιγνιώδη υποκριτική, βασισμένη στους γρήγορους ρυθμούς και τη παρουσίαση έξυπνων αυτοσχεδιασμών και σκηνοθετικών ευρημάτων. Η σκηνογραφικές λύσεις (και αυτό είναι χαρακτηριστικό και προηγούμενων παραγωγών τους ) είναι εξαιρετικά λιτές και απλές, ένας πάγκος σε μια άδεια σκηνή αρκεί να εξυπηρετήσει όλη τη δράση και τοίχοι επενδυμένοι με αφίσες που παριστάνουν φυσικά τοπία ή μια ταμπέλα που γράφει «super market», αναφορές δηλαδή στα επαγγέλματα των προσώπων του έργου. Ακόμη και η ενδυματολογική άποψη είναι συνεπής με τη λογική του «φτωχού θεάτρου», αφού οι ηθοποιοί φορούν τα καθημερινά τους ρούχα και είτε παρενδύονται ένα καπέλο, (Γάκης ως παππούς με ρεπούμπλικα και ως Βίκτωρ με τζόκευ) ή μία φούστα (Πάτυ και Λούσυ), είτε χρησιμοποιούν το ίδιο τους το ένδυμα, ως σκηνικό ένδυμα κάποιου ρόλου (Ο Μαυρογεωργίου ως Τέρας σηκώνει το μπλουζάκι του ώστε να σκεπάσει το κεφάλι του).
Η ροή της σκηνικής δράσης διακόπτεται από τραγουδιστικά μέρη, με κωμικούς και ανατρεπτικούς στίχους, ενίοτε βωμολοχίας, αλλά και από την παρέμβαση του αφηγητή στην ιστορία του Ντουβάλ. Η οριοθέτηση της σκηνικής δράσης γίνεται κάθε φορά από τους ηθοποιούς που συνυπάρχουν στο ίδιο σκηνικό χώρο αν και από διαφορετικούς δραματικούς χωροχρόνους.
Η παράσταση «Μαθήματα Βίας» πρόκειται για συγγραφική, σκηνοθετική και υποκριτική άσκηση μίας ομάδας καλλιτεχνών που έχει ως πρώτιστο μέλημά του τη δημιουργία επικοινωνίας με ένα κοινό που μπορεί να ταυτιστεί με την ιστορία που θέλει να διηγηθεί. Καταπιάνεται με σοβαρά ζητήματα της κοινωνικής ζωής, που βέβαια αντιμετωπίζονται με μεγάλη δόση χιούμορ και ανατροπής. Πρόκειται για μία θεατρική εκδοχή που έχει βρει πολλούς οπαδούς αλλά έχει δώσει και το παράδειγμα και την έμπνευση για ανάπτυξη παρόμοιων θεατρικών ομάδων με ίδια ή παρόμοια χαρακτηριστικά, ορίζοντας κατά κάποιο τρόπο μία νέα «θεατρική σχολή».

Δεν υπάρχουν σχόλια: