Τρίτη 10 Μαρτίου 2009


Σημεία και Τέρατα

«Η Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» του Φρίντριχ Ντύρενματ
Σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθηνού, στο θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας» με τη Μπέτυ Αρβανίτη και τον Γιάννη Φέρτη


Ο Ελβετός θεατρικός συγγραφέας Φρίντριχ Ντύρενματ (1921-1990), ανήκει στη γενιά συγγραφέων της μεταπολεμικής περιόδου. Όπως όλοι οι συγγραφείς που δραματογράφησαν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έτσι και ο Ντύρενματ βίωσε και ήρθε αντιμέτωπος με δύο τάσεις: Την ανατροπή της πεποίθησης περί παντοδυναμίας του σκεπτόμενου ανθρώπου, αφού πλέον αμφισβητείται έντονα η ισχύς του ορθολογισμού καθώς και των επιτευγμάτων (πνευματικών και επιστημονικών) του δυτικού πολιτισμού, αλλά και εξαιτίας της έναρξης του ψυχρού πολέμου, με το ιδεολόγημα της ευαίσθητης ισορροπίας μεταξύ δύο υπερδυνάμεων και τη λογική της πόλωσης. Οι συγγραφείς απέκτησαν νέα εικόνα για τον πολιτιστικό στόχο μετά την εμπειρία των δύο παγκόσμιων πολέμων και κατεύθυναν τη γραφή τους επηρεασμένοι από αυτή.
Ο Ντύρενματ, επιβεβαιώνοντας την ιδιαιτερότητα της εθνικότητάς του, κινήθηκε ανεξάρτητα και ουδέτερα από τις κυρίαρχες συγγραφικές κατευθύνσεις των σύγχρονών του, μήτε υιοθετώντας δηλαδή την αισθητική του θεάτρου του Παραλόγου, ούτε του επικού-κομμουνιστικού θεάτρου του Μπρεχτ. Ο Ντύρενματ ορθώνει πολιτικό λόγο και εγκαταλείπει την ελβετική στάση ουδετερότητας χωρίς να ανήκει σε κάποιο δόγμα, αλλά ζητώντας τη δημιουργία νέας δραματουργίας που θα καθρεφτίζει τον κόσμο σε αποσύνθεση. Για αυτόν η τραγωδία έχει πεθάνει αφού προϋποθέτει ισχυρό πολιτισμικό σύστημα οργανωμένο και με ηθικές αξίες, κάτι που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να υπάρξει ακόμη. Το δραματικό είδος που πιστεύει πως μπορεί να υπηρετήσει και να εκφράσει την εποχή του είναι η κωμωδία. Αυτή μπορεί να περιγράψει τη χαώδη πραγματικότητα και να δημιουργήσει αποστασιοποίηση από τα δρώμενα, αφού το γέλιο θα λειτουργεί λυτρωτικά. Το κωμικό λοιπόν συνίσταται στη διαμόρφωση του χαώδους. Η νέα κωμωδία αποκαλύπτει τη τρομακτική αλήθεια. Με όπλα τη παρωδία και το γκροτέσκο θα αποκαλυφθεί το τερατώδες. Οι σκηνικοί ήρωες ξεσκεπάζουν το τρομακτικό προσωπείο τους για να αποκαλύψουν την φρικιαστική και εγκληματική φυσιογνωμία τους, χαρακτηριστικά που τόσο εύγλωττα κυριαρχούσαν στη μεταπολεμική περίοδο.
Η «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» αναφέρεται ακριβώς σε αυτή τη λογική. Η καλοστεκούμενη, πάμπλουτη, γηραιά κυρία, με τη συνοδεία του μπάτλερ της και του έβδομου συζύγου της, είναι η κυρία Τσαχανασιάν, που μετά από πολλά χρόνια γυρίζει στη πατρίδα της, την μικρή και πάμπτωχη κωμόπολη Γκύλεν. Οι ελάχιστοι κάτοικοί της, με επικεφαλής την πνευματική και πολιτική «ελίτ» της, αποτελούμενη από τον δάσκαλο, τον παπά, τον δήμαρχο και τον χωροφύλακα, την περιμένουν αγωνιωδώς, γιατί είναι η μόνη που, χάρη στη γενναιοδωρία της, θα τους λυτρώσει από την φτώχια τους. Πράγματι η κυρία Τσαχανασιάν θα τους γλιτώσει από τη μιζέρια τους και θα τους δωρίσει ένα δισεκατομμύριο, αλλά με έναν όρο: τα λεφτά θα τα πάρουν μόνο αν σκοτώσουν τον Άλφρεντ. Ο Άλφρεντ είναι ένας ήσυχος ιδιοκτήτης παντοπωλείου και ευυπόληπτος πολίτης κοινής αποδοχής (μάλιστα ο Δήμαρχος τον είχε χρίσει διάδοχό του). Ο Άλφρεντ αποκαλύπτεται όμως, ότι όταν ήταν νέος, είχε σχέση με τη κυρία Τσαχανασιάν, την άφησε έγκυο, αλλά αρνήθηκε να αναλάβει τις ευθύνες του, διώχνοντας την από το χωριό. Αυτή κατέληξε πόρνη και το παιδί της πέθανε ένα χρόνο μετά. Η κυρία Τσαχανασιάν, κατέκτησε τον κόσμο και γύρισε για εκδίκηση. Η αξιοπρεπής κυρία από την αρχή αποκαλύπτει την τερατώδη της επιθυμία αλλά και τη τερατώδη της μορφή. Η καλοσυντηρούμενη εμφάνισή της είναι μια απάτη: Το ένα της πόδι είναι ψεύτικο, βιδώνεται και ξεβιδώνεται, το αριστερό της χέρι είναι από ελεφαντόδοντο, το έχασε σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, ενώ η πλούσια κώμη της είναι μια περούκα, που όταν τη βγάζει αποκαλύπτεται το άτριχο κρανίο της.
Οι κάτοικοι της κωμόπολης όμως, σε μια έξαρση ηθικότητας και αλτρουισμού και μέσω του Δημάρχου θα απορρίψουν την πρότασή της: Κανένα δισεκατομμύριο δεν είναι πάνω από την ανθρώπινη ύπαρξη. Αλλά και η δική τους δήλωση θα αποδειχτεί ψεύτικη. Οι κάτοικοι της Γκύλεν, έχοντας την «ελπίδα» ότι τελικά κάποιος θα βρει το θάρρος ή το θράσος να σκοτώσει το Άλφρεντ, οπότε θα μπορέσουν να δεχτούν τη δωρεά, αρκεί να μη λερώσουν οι ίδιοι τα χέρια τους με αίμα, ξεκινούν να συμπεριφέρονται ως πλούσιοι. Αγοράζουν καινούργια ρούχα, αλλάζουν τις διατροφικές τους συνήθειες, επιλέγοντας πια τα πιο ακριβά προϊόντα και γενικά χρεώνονται με ποσά που δεν μπορούν να εξοφλήσουν. Κανείς όμως δεν επιχειρεί το ανομολόγητο. Σε μια κίνηση απόγνωσης, ο δάσκαλος, ίσως η πιο αμφιταλαντευόμενη μορφή μεταξύ δικαίου και συμφέροντος, προσπαθεί να πείσει τη γηραιά κυρία να αποσύρει τη πρόταση της. Της αντιπροτείνει να επενδύσει τα χρήματα αυτά στη πόλη τους, ώστε να μη χρειαστεί να διαλέξουν ανάμεσα σε αυτό το τρομακτικό δίλλημα. Τότε η γηραιά κυρία δείχνει ότι το σχέδιο της είναι απόλυτα μελετημένο και ιδιαίτερα σατανικό. Αποκαλύπτει ότι ούτως η άλλως όλη η πόλη της ανήκει, την έχει εξαγοράσει και αυτή είναι που την οδήγησε στη χρεοκοπία.
Πλέον, το έγκλημα είναι μονόδρομος. Ο Άλφρεντ πρέπει να πεθάνει. Οι κάτοικοι τώρα όχι μόνο δε βρίσκονται σε δίλημμα αλλά τον κατηγορούν και για τα χρέη τους, οπότε η λύση είναι μια και πέρα από κάθε λογική: ο Άλφρεντ, που στο κάτω κάτω έδρασε ανήθικα όταν ήταν νέος, πρέπει να τους απαλλάξει από τη φτώχια τους και την παρουσία του, από μόνος του. Να αυτοκτονήσει. Ο Άλφρεντ μπροστά στη ψυχολογική αρχικά πίεση των κατοίκων, αλλά και της ίδιας της οικογένειας του και έπειτα στην απροκάλυπτη επιμονή τους, συναινεί. Το τέλος αυτής της μαύρης κωμωδίας, του γκροτέσκου δράματος, του έργου δηλαδή που μόλις συνειδητοποιείς για ποιο λόγο γελάς, παγώνεις, έρχεται με την οργάνωση μιας εκδήλωσης για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπου φαινομενικά η κυρία Τσαχανασιάν εμφανίζεται ως ο σωτήρας της πόλης, πραγματικά όμως είναι ο ηθικός αυτουργός μιας δολοφονίας που τελικά συντελείται πίσω από τις κάμερες, με ένα πιστόλι που κρατά κυριολεκτικά σύσσωμη η «ελίτ» της κωμόπολης και πυροδοτεί εναντίον του Άλφρεντ. Η επιταγή αλλάζει χέρια.
Παραστασιολογικά, το θεατρικό έργο του Ντύρενματ υπηρετήθηκε ευρηματικά από τη σκηνοθεσία ως προς τη σκηνική του σύνθεση και αναπαράσταση. Η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού ήταν εξαιρετικά έντονη και παρούσα και στο επίπεδο διδασκαλίας των ηθοποιών, τόσο κινησιολογικά όσο και υποκριτικά. Η θεατρική πράξη είναι σύμβαση, φαντασία και αυτοσχεδιασμός και αυτό αποδεικνύονταν συνεχώς. Ο σκηνικός χώρος υπαινίσσεται και δεν αναπαρίσταται. Το μειονέκτημα μετατράπηκε σε πλεονέκτημα. Το έργο διαθέτει πολλές σκηνές και αλλαγές σκηνικών αντικειμένων, απαιτητική σκηνογραφία (υπάρχει σκηνή σε σταθμό τρένων όπου το τρένο αποβιβάζει τη κυρία Τσαχανασιάν), πολλά δραματικά πρόσωπα και κοστούμια εποχής. Ο Λιβαθινός, με πέντε καφάσια, τρία σιδερένια ράφια γραφείου, μερικά φύλλα πλάτανου και ένα σύνολο ετερόκλητων ηθοποιών, που όμως λειτουργούσαν σαν γυμνασμένη ομάδα, δημιούργησε ολοζώντανες εικόνες, ήχους, συνθήκες που δύσκολα η αναπαραστατική, νατουραλιστική σκηνική σύνθεση θα μπορούσε να μιμηθεί. Οι ηθοποιοί μεταμόρφωναν το σκηνικό χώρο του θεάτρου (ορίζοντας το λεκτικά του τύπου: «αλλαγή σκηνικού»), από δημαρχείο σε παντοπωλείο, σε δάσος, σε δημόσιο χώρο, σε σταθμό τρένου. Οι ηθοποιοί είναι ολοκληρωμένες εκφραστικές προσωπικότητες, χορεύουν, τραγουδούν, ερμηνεύουν, εναλλάσσονται σε συνθήκες και ρόλους.
Η Μπέτυ Αρβανίτη (κυρία Τσαχανασιάν) είναι μια πρωταγωνίστρια με λάμψη και φινέτσα. Αυτά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά, χρησιμοποιεί για να δομήσει μια αληθοφανή εξωτερική εικόνα του ρόλου, (καλοστεκούμενη, γοητευτική), την οποία σταδιακά αποδομεί (τα πρόσθετα μέλη, η περούκα), μέχρι να αποκαλυφθεί η ψεύτικη εξωτερική εικόνα, που σημαίνει όμως ταυτόχρονα και τον αληθινό τερατώδη χαρακτήρα της. Επομένως, αρχικά συνθέτει μια πρώτη ψευδαισθησιακή εικόνα, που ούτως ή άλλως ανάγεται στα όρια της σύμβασης, με εργαλεία όμως εξωθεατρικά, την οποία σύντομα αναιρεί και απορρίπτει ως ψεύτικη, για να την επανασυνθέσει με τα εργαλεία της θεατρικής πια σύμβασης, τέτοια που να εξυπηρετούν τη δραματική αναγκαιότητα του ρόλου της. Η Μπέτυ Αρβανίτη δηλαδή καταφέρνει να υπονομεύσει την προσωπική της κοινωνική εικόνα, θέτοντας την στη διάθεση ενός ρόλου, που απαιτεί από την ηθοποιό να απορρίψει την εικόνα αυτή κυρίως ως αντιαισθητική, ώστε να αναδειχθεί η θεατρική της εικόνα ως άρτια αισθητικά.
Ο Γιάννης Φέρτης από την άλλη αποτελεί σωστή επιλογή του ρόλου του ως Άλφρεντ, αφού αφενός τον υποστηρίζει αρκετά αλλά ταυτόχρονα λειτουργεί συμβατά με τη κοινωνική του εικόνα ως ηθοποιός (χαμηλών τόνων, γοητευτικός, συνετός). Ο Φέρτης δηλαδή δεν «παίζει» με την ανατροπή ή μη της εικόνας του ως ηθοποιός αλλά στην ουσία «παίζει» τον κοινωνικό του ρόλο ή τουλάχιστον αυτόν που έχει εγγραφεί ως τέτοιος στη συνείδηση του κοινού.
Η σκηνογραφικές και κυρίως ενδυματολογικές επιλογές της Ελένης Μανωλοπούλου που χρωματικά παρέπεμπαν στους συμβολικούς της αρχαίας τραγωδίας (λευκό, μαύρο, κόκκινο), πέτυχαν τη δημιουργία μιας γκροτέσκας ατμόσφαιρας, απόκοσμης, πένθιμης, καταθλιπτικής και γελοίας, κωμικοτραγικής, επιτηδευμένα επίσημης και φανταχτερής, άρα εξόχως «θεατρινίστικης».
«Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» είναι μια παράσταση με σύγχρονες αναφορές και επίκαιρη θεματολογία, αφού όλο τον μύθο το έργου διατρέχουν οι ιδέες του καπιταλισμού, της απολυταρχικής τάξης, της κοινωνικής και ηθικής αλλοτρίωσης του ατόμου. Ο συμβολικός και ανατρεπτικός όμως χαρακτήρας της συγκεκριμένης κωμωδίας αφήνει το περιθώριο μιας κριτικής αντιμετώπισης από τη πλευρά του θεατή, γεγονός που έλαβε σοβαρά υπόψη του η σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθηνού, ώστε να συνειδητοποιεί κανείς αβίαστα της αναλογίες του έργου με την σημερινή πραγματικότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: